- υποπέρδομαι
- Α [πέρδομαι](αποθ.) πέρδομαι χωρίς θόρυβο, κλάνω χωρίς να ακουστώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπερδόμενος — ὑποπέρδομαι break wind a little pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπνέω — ὑποπνέω, ΝΑ [πνέω] (για άνεμο) πνέω ελαφρά αρχ. 1. πνέω αποκάτω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποπέρδομαι» … Dictionary of Greek